ἐνδέκομαι

ἐνδέκομαι
ἐνδέκομαι, [dialect] Ion. for ἐνδέχ-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενδέκομαι — βλ. ενδέχομαι …   Dictionary of Greek

  • ἐνδέκομαι — ἐνδέχομαι take upon oneself pres ind mp 1st sg (ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδέχομαι — (AM ἐνδέχομαι Α και ιων. τ. ἐνδέκομαι) 1. απρόσ. ενδέχεται είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει») 2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενος αυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά») 3. (το ουδ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”